Τον
Βασίλι Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν, κόμη του Ρότενμπούργκ, ίλαρχο των Κοζάκων του Τσάρου, νεόκοπο βιομήχανο και παντοτινό καθίκι τον γνώρισα όταν ήμουν 16 χρόνων. Για την ακρίβεια μου τον γνώρισε ο
Γιώργος, που είχε την κακή συνήθεια -όπως και εγώ άλλωστε- να συχνάζει στην Δ
ημοτική Βιβλιοθήκη της Βέροιας, ειδικά κάτι βαρετά καλοκαιρινά μεσημέρια. Ο
Βασίλι ή για τους φίλους απλά
Βάσια ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα που μπορούσε να σε αγοράσει και να σε πουλήσει αρκετές φορές στην διάρκεια μιας κουβέντας. Τετραπέρατος άνθρωπός που κατάφερε όχι μόνο να επιβιώσει της
Οκτωβριανής Επανάστασης αλλά και μέσα σε μια πενταετία να μεγαλουργήσει στην χώρα μας όπου κάτω και από τις ευεργετικές ιδιότητες του μεσογειακού ήλιου βρήκε πολλές κυρίες και δεσποινίδες του γούστου του.
Αυτό όμως που τον
ξεχώριζε μόλις τον γνώριζες ήταν η
δίψα που είχε για την ζωή και οτιδήποτε ποθούσε. Μια δίψα από την οποία όχι μόνο πήγαζε η αστείρευτη ενέργεια του αλλά και η δύναμη του.
Αυτήν την δίψα έβλεπες να καθρεπτίζεται στα γαλανά του μάτια. Δυστυχώς όμως για αυτόν αυτή η
ακόρεστη του μανία ήταν συνδυασμένη με ένα παντοτινά
ανικανοποίητο πνεύμα. Το πνεύμα που σε όλη του την ζωή μόλις
τρεις φορές κόντεψε να γευτεί την απόλυτη
ηδονή και
ευχαρίστηση που όμως και τις τρεις φορές
οι θεοί του είχαν άλλα σχέδια, καθώς τον οδηγούσαν στο θάνατο. Γιατί όπως έλεγε και ο
Καραμάνος, ο μόνος άνθρωπος που ίσως θα μπορούσαμε να τον πούμε
φίλο του, "η μοίρα των ανθρώπων είναι ο θάνατος ενώ η μοίρα των θεών είναι η λήθη". Για ένα περίεργο καπρίτσιο της ζωής και ο Καραμάνος είχε διαπεραστικά
γαλάζια μάτια.Γαλάζια μάτια σαν του Δημήτρη Ροδόπουλου, που βλέπεται στην φωτογραφία. Ή
Μ. Καραγάτσης όπως ήταν το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο με το οποίο έγινε γνωστός. Μεγάλος
Παραμυθάς που λέτε ο κ. Ροδόπουλος. Και ειδικά σε αυτό το βιβλίο πλάθει το πρώτο
κοσμοπολίτικο μυθιστόρημα που γράφτηκε ποτέ στην Ελλάδα. Μια
πραγματικά χολυγουντιανή υπερπαραγωγή που σκαρφίστηκε το 1938 και ξετυλίγει την καταιγιστική του δράση από τις παγωμένες λίμνες του
Τάμπερε στην
Φιλανδία μέχρι την
Τρούμπα του
Πειραιά και από τις στέπες της
Ουκρανίας όπου μαίνεται ο
Ρωσικός εμφύλιος του 1921 μέχρι την
Βουδαπέστη και την
Βιέννη.
Ένα βιβλίο που παίζει να το έχω διαβάσει και πεντ' - έξη φορές! Φαντάζεστε λοιπόν την προσμονή που είχα όταν άκουσα ότι γυρίζεται σε τηλεοπτική σειρά, η οποία είναι μάλιστα και
η πιο ακριβή ελληνική παραγωγή. Αυτή βέβαια δεν ήταν η πρώτη προσπάθεια, αφού στην δεκαετία του 1970 ο "
Γιούγκερμαν" ήταν μια απο τις πρώτες τηλεοπτικές σειρές και η πρώτη που μετέφερε ένα κλασικό μυθιστόρημα. Δυστυχώς όμως δεν έχει μείνει καμία κόπια. Τότε ο Γιούγκερμαν ήταν ο
Αλεξανδράκης, 30 χρόνια μετά ο
Μαρκουλάκης πήρε την σκυτάλη.
Όταν είδα τα πρώτα επεισόδια, μπορώ να πω ότι ψιλοαπογοητεύτηκα! Σίγα σιγά όμως η σειρά "έστρωσε", κάπως
κύλησε. Εκεί ήταν που κατάλαβα ότι
όσα λεφτά και να ρίξεις στην παραγωγή για γυρίσματα στην Κωνσταντινούπολη και στην Αγία Πετρούπολη δεν πιάνεις
μία μπροστά στην αχαλίνωτη φαντασία αλλά και τον λόγο του Μ. Καραγάτση. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη πρόκληση και το πιο δύσκολο όταν καταπιάνεσαι με έργα
που άντεχουν στο χρόνο σαν τον "Γιούγκερμαν". Θα σας αφήσω με τα σκληρά λόγια του Βάσια στην μάνα του. Λόγια που φανερώνουν λίγο από το φροϋδικό του χαρακτήρα. Λόγια που το καλοκαίρι του 1992 υπογράμμιζα με μολύβι. Το 2007 απλά τα μαρκάρω bold.
"Την αγάπη την γεννάει ο πόνος. Για ποιον πόνεσες; Ποιος σε πόνεσε; Ήταν ο πρώτος. Πόνεσες σαν τον έπιασες στα σπλάχνα σου, πόνεσες όταν τον γέννησες στον κόσμο, πόνεσες την ώρα που φεύγοντας σου είπε τα σκληρά λόγια. Ξέρω εγώ από γυναίκες. Δύο-τρία τέτοια λόγια, σαν καμτσικιές, κι όλη τους την ζωή αυτά θυμούνται. Θέλουν να εκδικηθούν το στόμα που τις λάβωσε. Και μη μπορώντας, το λατρεύουν."