Ο κόσμος με τα μάτια μου, στο μικρό ψηφιακό ημερολόγιο μου
Ενας γέρος Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέροςσκυμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος·με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνειασκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνιαπου είχε και δύναμι, και λόγο, κ' εμορφιά.Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.Κ' εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζεισαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·και πώς την εμπιστεύονταν πάντα - τι τρέλλα! -την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Εχεις πολύν καιρό.»Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόσηχαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσικάθ' ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.... Μα απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάταιο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάταιστου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Οι Αιγυπτιώται μίλησαν...
Δημοσίευση σχολίου
2 σχόλια:
Ενας γέρος
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ' εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ' εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα - τι τρέλλα! -
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Εχεις πολύν καιρό.»
Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ' ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
... Μα απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Οι Αιγυπτιώται μίλησαν...
Δημοσίευση σχολίου